- συνάεθλος
- συνάεθλος, ὁ,A fellow-toiler, Opp.C.1.195, Nonn.D.2.338, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνάεθλος — fellow toiler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάεθλος — ον, Α συναγωνιστής, συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄεθλος, επικός τ. αντί ἆθλος] … Dictionary of Greek
συνάεθλε — συνάεθλος fellow toiler masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάεθλον — συνάεθλος fellow toiler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)